Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

«Γεννήθηκα στο βουνό το 1770 Απριλίου 3, τη Δευτέρα της Λαμπρής…»

"Γεννήθηκα στο βουνό το 1770 Απριλίου 3, τη Δευτέρα της Λαμπρής σ' ένα δένδρο από κάρου, στην παλιά Μεσσηνία ονομαζόμενο "Ραμοβούνι". Ο πατέρας μου ήταν αρχηγός των αρματολών και επήγε στην Μάνη. Έβγαινε από τη Μάνη και κυνηγούσε τους Τούρκους". Απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, γραμμένα από το Γεώργιο Τερτσέτη.

Μετά τήν αποτυχημένη επανάσταση του Ορλώφ, οι Τούρκοι άρχισαν να περνούν από μαχαίρι τους Έλληνες του Μωριά. Στην Τρίπολη οι δρόμοι γέμισαν κορμιά Ελλήνων και το αίμα έτρεχε σα νερό. Η τρομερή αυτή σφαγή έγινε τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1770. Αξίζει στο σημείο αυτό να δώσουμε θέση σ’ ένα απόσπασμα από το περίφημο βιβλίο του Σπύρου Μελά, με τίτλο: Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΩΡΙΑ.

Αυτή τη χρονιά γεννήθηκε. Με τη φυγή του Ψαρού, τη σφαγή και τη φωτιά στην Τρίπολη, τρόμος έκοψε απότομα τους ραγιάδες πούχαν ξεθαρρέψει για μια στιγμή. Γενική έξοδο των πληθυσμών για τα δάση και τα βουνά. Η «καπετάνισσα», η μάνα του Κολοκοτρώνη, με την κοιλιά στο στόμα - ήταν ετοιμόγεννη - ακολουθούσε το ρέμα της φευγάλας. Μαύρο μεγαλοβδόμαδο. Την ημέρα κρυβόντουσαν, άκουγαν με λαχτάρα τον αντίλαλο του κυνηγητού, τις μακρινές ντουφεκιές, τα ξεφωνητά. Και τη νύχτα, σαν τ’ αγρίμια, περπατούσαν από μονοπάτια και γιδόστρατες, σκίζανε λόγγους, περνούσαν ποτάμια, γλιστρούσαν από γκρεμούς. Οι άντρες είχαν τα γρόσια κι ότι άλλο πολύτιμο στον κόρφο τους κι οι γυναίκες πρόσεχαν τα μικρά να μη φωνάζουν και προδώσουν το καραβάνι. Πού πήγαιναν; Τα δάση της Αλωνίσταινας κοντά στην Τρίπολη, δεν μπορούσαν να τους βαστάξουν. Από τη μεγάλη λάκκα της Πιάνας και τα μέρη της Μεγαλόπολης περάσανε το Διάσελο και κατηφόρισαν στον κάμπο της Μεσσηνίας. Φτάσανε ανάμεσα Μελιγαλά και Διαβολίτσι, στην Μπούγα, κατά το ποτάμι. Νύχτα ξαναπήραν το δρόμο, σκαρφάλωσαν σε μια πλαγιά, το Ραυαβούνι. Οι ψηλές βελανιδιές, ίσκοι γιγάντων θεόρατοι, αγρυπνούσαν κάτω από την αστροφεγγιά.

Η «καπετάνισσα» πονούσε. Αλλες γυναίκες τη βαστούσαν στ’ ανηφόρι, της δίνανε καρδιά. Ξημέρωσε Δευτέρα της Λαμπρής. Η γυναίκα δεν κρατούσε πια. Της στρώσανε χαμόκλαδα, μιαν αντρομίδα, κάτω από ένα δέντρο και τη βάστηξαν να γεννήσει. Στον θυμαρομυρισμένον αέρα του βουνού πήρε την πρώτη ανάσα ο Κολοκοτρώνης. Οι φλόγες της Τρίπολης (που έκαψε ο Οσμάν μπέης) ήταν το πρώτο φως π’ αντίκρυσε· η βουή των αρμάτων το νανούρισμά του, τα κλάματα και οι κατάρες στον Τούρκο η πρώτη ανθρώπινη φωνή π’ άγγιζε τ’ αυτιά του· το γάλα της μάνας του είχε κόψει, από τη λύπη· ο μικρός έκανε να πιει και τ’ άφηνε με κλάματα· δε δέχτηκε αυτό το γάλα της σκλαβιάς και της τρομάρας, παρά όταν τον θέρισε η πείνα· τα δάκρυα της «καπετάνισσας» έβρεχαν τα τρυφερά του μάγουλα. Όταν πήγαν τα συχαρίκια στον παππού, για τ’ αγοράκι, ο γερο-Γιάννης Κολοκοτρώνης, πούχε πολεμήσει μ’ όλη την ηλικία του και σε τούτο τον ξεσηκωμό, βαθιά πικραμένος, απελπισμένος από την -αποτυχία δεν έδειξε καμιά χαρά. Έβλεπε τη γέννηση καινούργιου ραγιά. «Τούτο το παιδί θα παντρευτεί τους είπε στενάζοντας, και θα κάμει παιδιά κι αγγόνια και πάλι λευτεριά δε θα ιδούμε».

Όμως, η πικρή προφητεία του Γιάννη Κολοκοτρώνη δεν βγήκε αληθινή. Το εγγονάκι του, που το βάφτισαν Θεόδωρο, γεννήθηκε ραγιάς, έγινε Κλέφτης, έζησε μέρες δύσκολες και τραγικές, μα του έλαχε η μοίρα να γίνει ο ηγέτης της μεγάλης επανάστασης των σκλαβωμένων Ελλήνων και να ελευθερώσει με το σπαθί του την πατρίδα του, ύστερα από τετρακόσια χρόνια φριχτής σκλαβιάς.

Ο πατέρας του Κολοκοτρώνη, ύστερα από σκληρούς αγώνες χρόνων και χρόνων, έπεσε κι αυτός πολεμώντας ορθός, με το σπαθί στο χέρι. Έτσι, η γυναίκα του και τα μικρά παιδιά του έμειναν απροστάτευτοι. Πέρασαν πείνες και στερήσεις αφάνταστες. Ο μικρός Θεοδωράκης, για να βοηθήσει την οικογένειά του, φόρτωνε πολλές φορές ξύλα το γάιδαρό τους και πήγαινε στην Τρίπολη να τα πουλήσει. Μια μέρα, ο γάιδαρός του πάτησε σε μια λακκούβα με νερό και πιτσίλισε έναν Τούρκο που περνούσε δίπλα του. Ο Τούρκος, αγριεμένος, έδωσε ένα χαστούκι στο μικρό ραγιά. Ο Θεοδωράκης γύρισε σπίτι του κλαίγοντας.

— Δεν Θα ξαναπάω άλλη φορά στην Τρίπολη, είπε στη μάνα του. Θα πάω μόνο για να διώξω τους Τούρκους και να την ελευθερώσω.

Κι όπως τόπε τόκανε, κάπου σαράντα χρόνια αργότερα.

Αμούστακο ακόμα παιδί ο Θεοδωράκης, ακολουθώντας τ’ αχνάρια των προγόνων Του, βγήκε κι αυτός στο κλαρί. Το όνομα του Ζαχαριά, του βασιλιά των Κλεφτών του Μωριά, τον τράβηξε σαν το μαγνήτη. Παρουσιάστηκε μια μέρα μπροστά του, στη Μπαρμπίτσα της Μάνης, όπου είχε καταφύγει με τα παλικάρια του. Ο καπετάν Ζαχαριάς κοίταξε από πάνω ως κάτω αυτό το κοντό και αμούστακο παιδί που ήρθε να τον παρακαλέσει να τον κρατήσει κοντά του. Τον γνώρισε.

— Εσύ θα πρέπει να είσαι από τη γενιά των Κολοκοτρωναίων, του είπε. Κι αφού είσαι Κολοκοτρώνης, είσαι άξιος να πολεμήσεις τους Τούρκους δίπλα μου.

Κοντά στο Ζαχαριά ο Κολοκοτρώνης έμαθε τόσα πολλά και ψήθηκε στον αγώνα. Έτσι, πολύ σύντομα, έγινε και κείνος οπλαρχηγός. Πολλά παλικάρια από το δικό του σόι τον ακολούθησαν. Οι Τούρκοι, που είχαν τραβήξει τόσα πολλά από τους Κολοκοτρωναίους, έβρισκαν ξανά μπροστά τους έναν από δαύτους, πιο δυνατό, πιο πονηρό, πιο σκληρό και πιο γενναίο από τους προηγούμενους. Βάλθηκαν να τον εξοντώσουν με κάθε τρόπο μα δεν τα κατάφεραν.

Νέος ακόμα ο Κολοκοτρώνης αγάπησε και παντρεύτηκε την κόρη ενός προεστού από το Λεοντάρι της Αρκαδίας, την Κατερίνα Καρούσου. Δημιούργησε οικογένεια μα δεν άφησε το κλαρί. Θα μπορούσε να ζήσει ήσυχος σε κάποια γωνιά της Αρκαδίας, άρχοντας ανάμεσα στους σκλάβους, κοντά στη γυναίκα του και τα παιδιά του. Μα δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή κάτι τέτοιο. Είχε αφιερώσει τη ζωή του στην Πατρίδα. Θα πολεμούσε τους Τούρκους όπου κι όπως μπορούσε, ώσπου θα τους διώξει μακριά από το Μωριά και την Ελλάδα.

redskywarning

Δεν υπάρχουν σχόλια: